- παννύχιος
- -ίη, -ον, Α θηλ. και -ος, ΜΑαυτός που διαρκεί όλη τη νύχτα ή που γίνεται καθ' όλη τη διάρκεια τής νύχτας («ἔπεστι αὐτὸ τὸ ἐλλύχνιον, καὶ τοῡτο καίεται παννύχιον», Ηρόδ.)αρχ.(το ουδ. ως επίρρ.) παννύχιονκαθ' όλη τη διάρκεια τής νύχτας («οὐ χρὴ Παννύχιον, εὕδειν βουληφόρον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.).επίρρ...παννυχίως Ακαθ' όλη τη νύχτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + νύχιος «νυκτερινός», πρβλ. εν-νύχιος (βλ. και λ. νύχτα)].
Dictionary of Greek. 2013.